- πετευριστήρ
- και πεταυριστήρ, -ῆρος, ὁ Α1. ακροβάτης2. μτφ. ο ψύλλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πετευρίζομαι «αναπηδώ, χορεύω πάνω σε σανίδα» + επίθημα -τήρ (πρβλ. κυβιστη-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεταυριστήρ — ῆρος, ὁ, Α βλ. πετευριστήρ … Dictionary of Greek